βελόνη — needle fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελόνῃ — βελόνη needle fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελόνη — η η βελόνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
‘Υννις ἐξέπεσε, βελόνη δ’ οὖν ἐγένετο. — См. Променять шило на свайку … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὅσον ἐξέπεσε τὀ ὐννίν πάλιν βελόνη σώζει. — См. Променять шило на свайку … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
βελόναι — βελόνη needle fem nom/voc pl βελόνᾱͅ , βελόνη needle fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελόνηι — βελόνῃ , βελόνη needle fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελονῶν — βελόνη needle fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελόναις — βελόνη needle fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελόναισιν — βελόνη needle fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)